- αντίδικος
- -η, -οαντίπαλος σε δικαστικό αγώνα: Οι δύο αντίδικοι δεν ήθελαν να συμβιβαστούν, όπως πρότεινε ο πρόεδρος του δικαστηρίου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀντίδικος — opponent masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίδικος — ο (Α ἀντίδικος, ον) ο αντίπαλος σε δίκη, ο καθένας από τους δύο διαδίκους αρχ. 1. ο εναγόμενος, ο κατηγορούμενος 2. ο μηνυτής, ο ενάγων 3. ο εχθρός, ο αντίπαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + δικος < δίκη] … Dictionary of Greek
ἀντίδικον — ἀντίδικος opponent masc/fem acc sg ἀντίδικος opponent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιδίκοιν — ἀντίδικος opponent masc/fem/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιδίκοις — ἀντίδικος opponent masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιδίκου — ἀντίδικος opponent masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιδίκους — ἀντίδικος opponent masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιδίκων — ἀντίδικος opponent masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιδίκῳ — ἀντίδικος opponent masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίδικα — ἀντίδικος opponent neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)